- ψιλοκύβη
- η, Ν(μυκητ.) γένος μυκήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. psilocybe (< ψιλός* + κύβος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλοκυβίνη — η, Ν (φαρμ.) αλκαλοειδές εξαγόμενο από το μανιτάρι τού Μεξικού Psilocybe mexicana, με παραισθησιογόνα δράση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. γαλλ. psilocybine (< ψιλοκύβη + κατάλ. ίνη* τής χημ. ορολογίας)] … Dictionary of Greek